Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

επί τέλους

  • 1 επί

    (επ;
    εφ') ηρόθ. I με γεν., αιτιατ.,δοτ. 1) (при обознач, места, протяжённости, пространства) на, в, по:

    (γεν.) επί της γης — на земле;

    επί της οδρύ — на улице;

    επί της τραπέζης — на столе;

    επ' ώμου на плече;
    εφ' αμάξης в экипаже;

    επί τόπου — на месте;

    επί ακροατηρίου — перед аудиторией; — открыто, публично;

    κείται επί τού, Σαρωνικού — расположен на берегу Саронического залива;

    (αιτιατ.) επί πάσαν την γήν — по всей земле;

    επί τριάντα χιλιόμετρα — на тридцать километров;

    2) (при обознач, времени):

    (γεν.) επί τού παρόντος — в данный момент;

    επ' εσχατων недавно;
    εφ' όρου ζωής на всю жизнь, до конца жизни;

    επί Τουρκοκρατίας — во время турецкого (владычества;

    επί 'Αλεξάνδρου τού Μακεδόνας — при Александре Македонском;

    επί σοβιετικής εξουσίας — при советской власти;

    (αϊτιατ.) η βροχή διήρκεσεν επί δύο ημέρας — дождь продолжался в 'течение двух дней;

    επί δέκα έτη (ώρες) — в течение десяти лет (часов);

    επ' ολίγας ημέρας в течение нескольких дней;

    σε ανέμενον επί μακρόν (βραχύ) — я ждал тебя долго (недолго);

    επ' άπειρον до бесконечности;
    3) (в отношении, что касается):

    (γεν.) επί τού θέματος — на тему;

    επί της 4ούσίας τού ζητήματος — по существу вопроса;

    επί του προκειμένου — по этому делу;

    επί κάλου (κακού) — в хорошем (плохом) смысле;

    (αιτιατ). το επ' εμέ что касается, меня;

    ως επί το πλείστον, ως επί το πολύ — по большей чости, главным образом, обыкновенно, обычно;

    (δοτ.) φημίζομαι επί ευφυΐα — славиться остроумием;

    εξέχω επί αρετή (εντιμότητι) — отличиться добротой (честностью);

    διαπρέπω επί ανδρεία — отличаться мужеством;

    II με γεν., δοτ.
    1) (при обознач, главенства, руководства, власти):

    (γεν.) επί κεφαλής — во главе;

    ο επί κεφαλής — глава;

    ο επί της Δικαιοσύνης υπουργός — министр юстиции;

    ο επί των φόρων υπάλληλος — налоговый агент;

    ο επί των τελετών — церемонимейстер;

    (*οτ.) το επ' εμοί насколько это в моей власти, насколько это зависит от меня;
    2) (при обознач, прибавки, добавления):

    (*οτ.) επί τούτοις — кроме того, сверх того;

    επί πάσιν — особенно, больше всего, главным образом;

    III με γεν. (при'обознач, распределения, соразмерности, пропорции):

    επί πεντήκοντα εγχειρήσεων εσημειώθησαν δύο μόνον θάνατοι — на пятьдесят операций (зарегистрировано) только два смертных случая;

    παράταξις επί δύο ζυγών — двухшеренговый строй;

    § επί ξυρού ακμής — в критическом положении;

    επί τέλους — наконец;

    επί ταοτού — нарочно, преднамеренно;

    IV με αϊτιατ.
    1) (при обознач, направления, цели):

    επί δεξιά — направо;

    επ' αριστερά налево;

    επί σκοπόν — по цели;

    βαδίζω επί τα ίχνη — ходить по пятам;

    ευρίσκομαι επί τα ίχνη — напасть на след;

    η κατάστασις τού ασθενούς βαίνει επί τα βελτίω (επί τα χείρω) — состояние больного улучшается (ухудшается);

    2) (при обознач, степени):
    επ' ελάχιστον в наименьшей степени;

    επί τοσούτον ώστε... — до такой степени, что...;

    3) (при умножении):

    τρία επί τρία ίσον εννέα — три умноженное на три равняется девяти;

    V με δοτ.
    1) (при обознач, повода, обстоятельства):

    επί' τη ονομαστική σου εορτή — по случаю твоих именин;

    επ' ευκαιρία της αναχωρήσεως μου по случаю моего отъезда;
    επ' ευκαιρία των εορτών по случаю праздников;

    κατηγορείται επί φόνω — обвиняется в убийстве;

    2) (при обознач, цели):

    επί τω σκοπώ — с целью;

    επί τούτω — для этого;

    επί τη προφάσει ότι... — под предлогом того, что...;

    επ' ωφελεία в пользу;

    επί αγαθώ — на благо;

    επί ζημία — в ущерб;

    επί κακώ — назло;

    3) (в отношении родства):
    γαμβρός επ' αδελφή зять (муж сестры);

    γαμβρός επί θυγατρί — зять (муж дочери);

    4) (при обознач, условия, образа действия):

    επί τώ όρω — при условии;

    επί τόκου — под проценты;

    επ' αμοιβή за вознаграждение;

    επί μισθώ — за плату;

    επί αποδείξει — под расписку;

    επ' ενεχύρω под залог;

    επί ισοις όροις — на равных условиях;

    επί τω λόγω της τιμής μου — честное слово;

    επ' ονόματί μου на моё имя;

    άλμα επί κοντώ — прыжок с шестом;

    επί λέξει — слово в слово; — буквально;

    επ' αυτοφώρω с поличным;

    επί εγγυήσει — на поруки;

    § επί ποινή θανάτου — под стрёхом смертной казни;

    επί παρουσία μαρτύρων — в присутствии свидетелей;

    VI (в наречных выражениях):

    επί πολύ — долгое время;

    επ' ολίγον короткое время;

    επί πλέον — кроме того, к тому же, вдобавок;

    επί μάλλον και μάλλον — всё больше и больше

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επί

  • 2 τέλος

    τέλος, εος, τό, ([etym.] τέλλομαι, τέλλω)
    A coming to pass, performance, consummation,

    εἰ γὰρ ἐπ' ἀρῇσιν τ. ἡμετέρῃσι γένοιτο Od.17.496

    ;

    ἐν [θεοῖς] τ. ἐστὶν ὁμῶς ἀγαθῶν τε κακῶν τε Hes.Op. 669

    ; δίκη δ' ὑπὲρ ὕβριος ἴσχει ἐς τ. ἐξελθοῦσα issuing in fulfilment, execution, ib. 218;

    καθάπερ ἐκ δίκης κατὰ νόμον τ. ἐχούσης PEleph.1.12

    (iv B.C.), cf. IG12(7).67.48 (Arcesine, iv/iii B.C.);

    καθήκει νῦν [τὰν γνώμαν] ἐπὶ τέλος ἀχθῆμεν SIG793.7

    (Halasarna, i A.D.); ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τ. Pi.O.13.105, cf. N.8.45, 10.29, D.18.193;

    ἢν θεὸς ἀγαθὸν τ. διδῷ αὐτῷ X.Cyr.3.2.29

    ;

    ἐν πείρᾳ τ. διαφαίνεται Pi.N.3.70

    ;

    ψευστήσεις, οὐδ' αὖτε τ. μύθῳ ἐπιθήσεις Il.19.107

    , cf. Isoc.5.71, 6.77; result,

    τ. δ' οὔ πώ τι πέφανται Il.2.122

    ;

    εἵως κε τ. πολέμοιο κιχείω 3.291

    ;

    ἐν γὰρ χερσὶ τ. πολέμου 16.630

    ; ἶσον τείνειεν πολέμου τ. 20. 101, cf. Hes.Th. 638 (but ἢ πολέμοιο ἢ λοιμοῖο τ. ποτιδέγμενοι the coming to pass (outbreak) of.., A.R.4.1282); τί μὰν ἀφήσει τ.; S. OC 1468 (lyr.); τί ἔσται τὸ τ. τῶν γιγνομένων τούτων ἐμοί; Hdt.1.155, cf. Isoc.6.50; ἀποίητον.. θέμεν ἔργων τ. undo things done, Pi.O.2.17; ὁδοῦ τ. S.OC 1400; φόνου τ. A.R.1.834;

    τοῦ δ' ὔμμι τέλος κρηῆναι ἔοικεν Id.3.172

    ; τῷ τ. πίστιν φέρων the outcome, S.El. 735; Ζεὺς πάντων ἐφορᾷ τ. Sol.13.17;

    ἀκόλουθον τὸ τ. ἐξέβη τοῦ κινδύνου ταῖς ἐπιβολαῖς Plb.4.11.9

    ;

    ἀμφίδοξα τὰ τ. τῶν κινδύνων αὐτοῖς ἀπέβαινε Id.18.28.11

    , cf. 18.32.12, 3.5.7;

    τ. τοιόνδε ἐγένετο τῆς μάχης Hdt. 9.22

    , cf. Plb.1.61.2; μάχης.. κεκύρωται τ. A.Ch. 874; διὰ μάχης ἥξω τέλους, = διὰ μάχης ἥξω, Id.Supp. 475; ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τ. to seek to determine the issue of the battles in both directions, Pi.O.13.57; more generally, event,

    οὐ γὰρ ἔγωγέ τί φημι τ. χαριέστερον εἶναι ἢ ὅτε.. Od.9.5

    : in concrete sense, result, product,

    τ. εὐπεψίας αἱματικῆς πιμελὴ καὶ στέαρ Arist.PA 672a4

    , cf. GA 725b8.
    2 in contexts like Hes.Op. 669, Il.16.630 (v. supr.), τ. can be understood as power of deciding, supreme power, and so we have

    τ. μὲν Ζεὺς ἔχει.. πάντων ὅσ' ἐστί Semon.1.1

    ;

    ἐν δ' ἐμοὶ τ. αὐτοῖν γένοιτο τῆσδε τῆς μάχης πέρι S.OC 423

    ; [

    Ἄπολλον].. ὅθεν πολεμόκραντον ἁγνὸν, τ. ἐν μάχᾳ A.Th. 162

    (lyr.);

    τελέων τελειότατον κράτος, ὄλβιε Ζεῦ Id.Supp. 525

    (lyr.);

    τ. ἔχει δαίμων βροτοῖς, τ. ὅπᾳ θέλει E.Or. 1545

    (lyr.);

    τ. δ' ἐφ' ἡμῖν, εἴτε.. εἴτε.. Id.Hel. 887

    ; καὶ τοῖσ' (sc. ἰητροῖς) οὐδὲν ἔπεστι τ. they have no power or efficacy, Sol.13.58: and in the civil sphere, τ. ἔχειν, of persons, to have the power to ratify, IG12.57.25, Foed. ap. Th.4.118, Arist.Pol. 1322b13; ὅ τι ἂν δόξῃ τοῖς πλείοσι τοῦτ' εἶναι τ. the decision of the majority must be final, ib. 1317b6; κύριος ἔστω ἐπιβάλλειν κατὰ τὸ τ. shall have authority to inflict a fine up to the limit of his powers, Lexap.D.43.75;

    κατὰ τὸ τ. ζημιοῦσθαι Is.4.11

    ; τοῖς κατ' ἐμπορίαν παραγιγνομένοις μηδὲν ἔστω τ. πλὴν ἐπὶ κήρυκι ἢ γραμματεῖ Foed. ap. Plb.3.22.8; τ. ἔχειν, of things, to have decisive or final authority,

    σφῷν μὲν ἐντολὴ Διὸς ἔχει τ. δή A.Pr. 13

    ; ἡ.. τούτου αἰτίασις οὐκ ἔχει τ. has no validity, Antipho 5.89; πρὶν τ. τι αὐτῶν ἔχειν before any of the terms had validity, i.e. had been ratified, Th.5.41, cf. D.35.27; τοῦ ζῆν καὶ μὴ ζῆν τὸ τ. ἐστὶν ἐν τῷ ἀναπνεῖν the decisive difference between.., Arist.Resp. 480b19.
    3 magistracy, office,

    τ. δωδεκάμηνον Pi.N.11.9

    ( δυω- codd.); οἱ ἐν τ. men in office, magistrates, S.Aj. 1352, Ph. 385, Th.3.36; ἔξω τῶν βασιλέων καὶ τῶν μάλιστα ἐν τ. Id.1.10, cf. 6.88;

    οἱ ἐν τέλεϊ ἐόντες Hdt.3.18

    , 9.106; poet.,

    οἱ ἐν τέλει βεβῶτες S.Ant.67

    ; οἱ τὰ τ. ἔχοντες Foed. ap. Th.5.47;

    ὂρ μέγιστον τ. ἔχοι Schwyzer409.3

    (Elis, V B.C.);

    τοὺς.. τὸ ὁροφυλακικὸν τ. ἔχοντας SIG633.94

    (Milet., ii B.C.); τὸ τ. the government,

    τοιαῦτ' ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει A.Th. 1030

    ; τὰ τ. the magistrates, Th. (with a masc. part. and pl. (v.l.) verb) 1.58, 4.15, X.An.2.6.4.
    4 decision, doom,

    Ζεὺς.. οἶδε, ὁπποτέρῳ θανάτοιο τ. πεπρωμένον ἐστί Il.3.309

    ;

    Κῆρες δὲ παρεστήκασι.., ἡ μὲν ἔχουσα τ. γήραος ἀργαλέου, ἡ δ' ἑτέρη θανάτοιο Mimn.2.6

    ; μήτηρ.. μέ φησι διχθαδίας Κῆρας φερέμεν θανάτοιο τέλος δέ (or τέλοσδε) Il.9.411, cf. 13.602; ἐξέφυγον θανάτου τ. Archil.6.3;

    τ. θανάτου ἀλεείνων Od.5.326

    ;

    τ. θανάτοιο κάλυψεν Il.5.553

    ;

    οὐδέ κέ μ' ὦκα τ. θανάτοιο κιχείη 9.416

    , cf. 11.451;

    ἡμετέρου θανάτοιο κακὸν τ., οἷον ἐτύχθη Od.24.124

    , cf. A.Th. 906 (lyr.):—judicial decision,

    ἀμμενῶ τ. δίκης Id.Eu. 243

    ; κύριον μένει τ. ib. 544 (lyr.); οὐκ ἔχουσα τῆς δίκης τ. not having authority to decide the case, ib. 729; ἦ κἀπ' ἐμοὶ τρέποιτ' ἂν αἰτίας τ.; will you submit the decision of this case to me? ib. 434;

    τὸ τ. κρίνειν Pl.Lg. 768b

    ; τ. ἐπιθέτω τῇ δίκῃ ib. 767a, cf. 761e, 957b; decision of an assembly, A. Supp. 603, 624; of a king, Id.Ag. 934; ἐξαιτράπης ἐὼν Ἰωνίης, τ. ἐποίησε τὴν γῆν εἶναι Μιλησίων prob. in SIG134b30 (Milet., iv B.C.); ὥς τοι ἐγὼ μύθου τ. ἐν φρεσὶ θείω the summing up or crux of the matter, Il.16.83.
    5 something done or ordered to be done, task, service, duty, γνῶ.. ὅ οἱ οὔ τι τ. κατὰ καίριον ἦλθεν on no fatal errand, Il.11.439 (nisi leg. κατακαίριον)

    ; οὐδὲ μακύνων τ. οὐδέν Pi.P.4.286

    ; ὅσοις τοῦτ' ἐπέσταλται τ. A.Eu. 743, cf. Ag. 908; μ' Ἀπόλλων τῷδ' ἐπέστησεν τέλει ib. 1202, cf. Ch. 760; ἄυπνα ὀμμάτων τέλη the wakeful duties (or services) of the eyes, E.Supp. 1137 (lyr.); ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων.. ζεύξω τ. the rendering of both services, Pi.I.1.6; αἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τ. a small service or favour, A.Th. 260;

    ἡξῶ ναὶ τὸν Πᾶνα κακὸν τ. αὐτίκα δωσῶν Theoc.4.47

    ; obligation to render a service or payment, ὅτε δὴ μισθοῖο τ. πολυγηθέες ὧραι ἐξέφερον the Payment(-day) of the wage, Il.21.450;

    οἱ δ' ἐλάττω τῶν ἱκανῶν κεκτημένοι, τὴν ἀναγκαίαν ἀτέλειαν ἔχοντες, ἔξω τοῦ τ. εἰσὶ τούτου D.20.19

    , cf. Poll.8.156; ἐν τέλει μαθεῖν to be taught for a fee, Id.4.46.
    6 pl., services or offerings due to the gods,

    δαίμοσιν θῦσαι θέλουσα πελανόν, ὧν τέλη τάδε A.Pers. 204

    ;

    ἔνθ' ὁρίζεται βωμοὺς τ. τ' ἔγκαρπα Κηναίῳ Διί S.Tr. 238

    ; ἔλιπον Ζηνὶ τροπαίῳ πάγχαλκα τ. Id.Ant. 143 (anap.);

    γῇ δὲ τῇδε Σισύφου σεμνὴν ἑορτὴν καὶ τέλη προσάψομεν E.Med. 1382

    ;

    θεοῖσι μικρὰ θύοντες τέλη Id.Fr.327.6

    ; of the Eleusinian mysteries, οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τ. S.OC 1050 (lyr.), cf. Fr. 837;

    σεμνῶν ἐς ὄψιν καὶ τ. μυστηρίων E.Hipp.25

    ; called μεγάλα τ., Pl.R. 560e; rarely in sg., τοῦδε μυστικοῦ τέλους this mystic rite, A.Fr. 387; of the marriage rite,

    τ. γάμοιο Od.20.74

    , cf.A.R.4.1202, AP6.276 (Antip.); γαμήλιον τ. A.Eu. 835; τὰ νυμφικὰ τ. S.Ant. 1241;

    τ. ὁ γάμος ἐκαλεῖτο Poll.3.38

    , cf. Paus.Gr.Fr.306, Sch.Ar.Th. 982, Stob.2.7.3a.
    7 service rendered by a citizen in the Solonian constitution to the state, also his rating according to this service, θητικοῦ ἀντὶ τέλους ἱππάδ' ἀμειψάμενος Epigr. ap. Arist.Ath.7.4; τιμήματι διεῖλεν εἰς τέτταρα τ. four ratings or classes, ib.7.3; later, τὸ τῶν ἱππέων τ., Lat. ordo equester, D.C.48.45, al.
    8 dues exacted by the state, Ar.V. 658 (pl.), Pl.R. 425d (pl.); ἀγορᾶς τ. a market- toll, Ar.Ach. 896; πορνικὸν τ. Aeschin.1.119; τ. πρίασθαι, πωλεῖν, farm a tax or let it, D.24.144, Aeschin. l.c.; ἐκλέγειν. πράττειν, levy it, D.l.c., Alex.263.3, Aeschin.3.113; τελεῖν pay a tax or duty, Pl.Lg. 847b; εἰ τὰ τ. τελεῖ, ποῖον τ. τελεῖ, questions put to candidates at Athens, Din.2.17, Arist.Ath.7.4;

    τέλη κατατίθησιν Antipho 5.77

    ;

    καταβαλεῖν And.1.93

    ; freq. in Inscrr., IG12.46.12, al., SIG135.14 (Olynthus, iv B.C.), al., and Papyri, τὸ ὡρισμένον τῆς αἰτήσεως τ., etc., POxy.1473.30 (iii A.D.), cf. PCair.Zen.240.7 (iii B.C.), etc.: metaph., τέλη λύειν, v. λύω v. 2.
    9 financial means, expenditure, usu. in dat. pl., ὃς ἂν τοῖς ἰδίοις τ. μὴ ἑαυτὸν μόνον, ἀλλὰ καὶ τὴν πόλιν ὠφελῇ by the use of his own means, Th.6.16; κακῶς ἡμᾶς αὐτοὺς ποιούντων τέλεσι τοῖς οἰκείοις if we harm ourselves at our own expense, Id.4.60;

    ἀναγραψάτω.. τέλεσι τοῖς Λεωνίδου IG 12.56.22

    , cf. 94.14, al.;

    Χερρόνησον τοῖς αὑτοῦ τ. διορύξει D.6.30

    ;

    δημοσίοις τέλεσι Plu.Phoc.38

    : in nom. sg., μάτην γὰρ οἴκῳ σὸν τόδ' ἐκβαίη τ. E.Fr. 639.
    10 a military station or post with defined duties (cf. signf. 5), ἐλθεῖν εἰς φυλάκων ἱερὸν τ. Il.10.56; αἶψα δ' ἐπὶ Θρῃκῶν ἀνδρῶν τ. ἷξον ἰόντες ib. 470; δόρπον ἔπειθ' ἑλόμεσθα κατὰ στρατὸν ἐν τελέεσσιν at our posts, in the ranks, 11.730, cf. 18.298; later, military unit, division, squadron,

    τέλει ἑνὶ τῶν ἱππέων Th.2.22

    , cf. 4.96;

    πελταστῶν τέλη E.Rh. 311

    ;

    κατὰ τέλεα Hdt.1.103

    , 7.87, al.;

    κατὰ τέλη Th.6.42

    , Plb.11.11.6, cf. 11.15.2, Polyaen.2.1.17; in the Roman army, legion, J.AJ14.16.2, BJ1.17.9, Plu.Ant.18.56, App.BC5.87, al.
    b a force of 2048 infantry, = μεραρχία, Ascl. Tact.2.10, Arr.Tact.10.5, Ael.Tact.9.7.
    c a force of 2048 cavalry, Ascl.Tact.7.11, Arr.Tact.18.4, Ael.Tact.20.2.
    II δίρρυμά τε καὶ τρίρρυμα τέλη troops or columns of.. chariots, A.Pers.47 (anap.); of ships,

    τρία τ. ποιήσαντες τῶν νεῶν Th.1.48

    : also ὀρνίθων τέλεα flocks of birds, v.l. for γένεα, Hdt.2.64;

    τ. ἀθανάτων A.Fr. 151

    (anap.).
    12 a territorial division, Στρατικὸν τ. SIG421.44 (Acarnania, iii B.C.); Κορωνείων τὸ τ. Supp.Epigr.3.354 (Thebes, iii B.C.); τὸ Λοκρικὸν τ. GDI2070 (Delph., ii B.C.).
    II degree of completion or attainment,

    τόσσον μὲν ἔχον τ., οὔατα δ' οὔ πω.. προσέκειτο Il.18.378

    ; degree of maturity, age,

    ἐπὴν δὴ τοῦτο τ. παραμείψεται ὥρης Mimn.2.9

    ;

    ἥβης πρὶν τ. ἄκρον ἰδεῖν Simon.123

    ;

    ἥβης τ. μολόντας E.Med. 920

    ; εἰς ἀνδρὸς τ. ἰέναι man's estate, Pl.Mx. 249a;

    εἰς πρεσβύτου τ. ἀφικομένοις Id.Epin. 992d

    ;

    τὸ τῶν παίδων τ. ἄδηλον οἷ τελευτᾷ κακίας καὶ ἀρετῆς ψυχῆς τε πέρι καὶ σώματος Id.Smp. 181e

    ;

    οὐδὲ γήρως ἔβας τ. σὺν τᾷδε E.Alc. 413

    (lyr.).
    b a length of time (or space), term, course, ἀρετάς, αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τ. Pi.I.4(3).5(23); so perh. in E.Hipp.87 (v. infr. 3), and in διὰ τέλους (v. infr. 2 c).
    2 state of completion or maturity, τ. λαβεῖν, ἔχειν, of plants or animals, to attain maturity, Pl.Phdr. 276b, Lg. 834c, cf. 899e: hence, completion, end, finish, τ. ἐπιθεῖναι τῷ λόγῳ complete it, Id.Smp. 186a, cf. Prt. 348a; ὃ πᾶσι τοῖς προτέροις ἐπ έθηκε τ. as a finish to all his former acts, D.18.140;

    τὸ τ. τῆς σκηνῆς ἐποιήσαντο X.Cyr.2.3.24

    ;

    ταύτης.. τῆς ἡμέρας τοῦτο τὸ τ. ἐγένετο Id.An.1.10.18

    ; τ. λαβεῖν to be completed, Pl.R. 501e, Isoc.4.5;

    τ. ἔχειν Pl.Lg. 772c

    ; οὐ τ. ἵκεο μύθων didst not reach the end of thy speech, Il.9.56;

    ἐπὶ τέλους τοῦ δρόμου Pl.R. 613d

    ;

    μέχρι τοῦ τὸ προκείμενον ἐπὶ τέλος ἀχθῆναι PTeb.14.8

    (ii B.C.);

    ἑκάστων πρὸς τέλος ἀχθέντων UPZ108.29

    (ii B.C.), cf. BGU1816.11 (i B.C.);

    ἡ εἰκοστὴ τοῦ νοσήματος ἡμέρα τ. μὲν τριῶν ἑβδομάδων, ἓξ δὲ τετράδων Gal.18(2).234

    :—freq. in Adverbial phrases:
    a τέλος at last,

    ὥστε τ. ἡσυχίαν ἦγον Th.2.100

    , cf. 5.46; but most freq. at the beginning of the clause,

    μάχης δὲ καρτερῆς γενομένης, τέλος οὐδέτεροι νικήσαντες διέστησαν Hdt.1.76

    , cf.4.131, al.;

    τέλος δέ Id.1.36

    , Thgn. 1294, etc.; ἀλλὰ τ. Hdt.6.137;

    τ. μέντοι Id.5.89

    , X.HG5.4.30;

    τ. γε μέντοι S.Ant. 233

    ; καὶ τ. Hdt.4.154, Th.1.109; τό γε τ. Pl.Lg. 740e.
    b < ἐς τ. in the end, in the long run,

    πάντως ἐς τ. ἐξεφάνη Sol.13.28

    , cf. Hdt.9.37; εἰς τ. S.Ph. 409;

    θνητῶν δ' εἰς τ. ὄλβιος οὐδείς E.IA 161

    (anap.), cf. Hdt.3.40; ὁρῶντες τὴν Λιβύην εἰς τ. ἀβλαβῆ διαμένουσαν altogether, completely, Plb.1.20.7, cf. PTeb.38.11 (ii B.C.), OGI90.12 (Rosetta, ii B.C.), PSI10.1120.5 (i B.C./i A.D.); ἐς τ. ἄνυε μοίρας dub. l. in Theoc.1.93.
    c διὰ τέλους (orig. perh. from signf. 1.1 or 5, or 11.1b, through the (whole) performance or time), through to the end, completely, A.Pr. 275, S.Aj. 685, E.Supp. 270, Isoc.5.24, 8.17, 19.4; throughout, all the time, always, Antipho 5.42, Timocl.8.5, Hegesipp.Com.2.3; so

    διὰ τέλεος Hp.Acut.46

    (= διὰ παντὸς καὶ ἀεί acc. to Gal.15.618);

    διὰ τέλους ἀεί Pl.Phlb. 36e

    ; permanently, for good, τοῦ ἀφεθῆναί σε διὰ τ. PPetr.2p.45 (iii B.C.).
    e τέλει perh. in the end, S.OT 198 (lyr.).
    3 esp. τ. ἔχειν βίου to have reached the end of life, to be dead, Pl.Lg. 801e;

    ἐμοὶ μὲν τοῦ βίου τὸ τ. ἤδη πάρεστιν X.Cyr.8.7.6

    ;

    πᾶσίν ἐστιν ἀνθρώποις τ. τοῦ βίου θάνατος D.57.27

    ;

    εἰς τ. τοῦ ζῆν ἀφικνεῖσθαι S.OC 1530

    : less freq. abs., death,

    ἐλπίς ἐστι νύκτερον τ. μολεῖν A.Th. 367

    (lyr.);

    οἱ νεηνίαι οὐκέτι ἀνέστησαν ἀλλ' ἐν τέλεϊ τούτῳ ἔσχοντο Hdt.1.31

    ; ἔχει τὸ κάλλιστον τ. X.Cyr.7.3.11; ἔχει τ., = τετελεύτηκε, Laconian phrase acc. to Hsch.;

    τῶν ἤδη τ. ἐχόντων Pl.Lg. 717e

    , cf. 772c, BGU1857.7 (i B.C.); reversely,

    τ. ἔχει τινά Pl.Lg. 740c

    ;

    οἷόν σε βίου τ. εἷλε E.Rh. 735

    (anap.):—but ὀλβίως ἔλυσεν τὸ τ. βίου has paid life's toll (cf. supr.1.8), S.OC 1720 (lyr.); τὸ τ. ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ Poet. in Mus.Script.p.452 von Jan; also

    τ. δὲ κάμψαιμ' ὥσπερ ἠρξάμην βίου E.Hipp.87

    (cf. supr. 11.1b); πρὶν ἂν πέλας (v.l. τέλος)

    γραμμῆς ἵκηται καὶ τ. κάμψῃ βίου Id.El. 955

    -6.
    4 end, cessation, ὡς δὲ πρὸς τ. γόων ἀφίκοντ' S.OC 1621; πῶς τροχηλάτου μανίας ἂν ἔλθοιμ' ἐς τ. πόνων τ' ἐμῶν; E.IT83; ὅταν δὴ πημάτων λάβῃ τ. Id.Hel. 534;

    τ. δέχει δὴ τῶν ἐμῶν προσφθεγμά των Id.Hec. 413

    ;

    ἡ μὲν οὖν ἐπανάστασις.. τοῦτο τὸ τ. ἔσχεν Hell.Oxy.10.3

    ;

    ἐπειδὴ οὐχ οἷόν τε εἰς ἄπειρον, τ. ἔσται πάσης φορᾶς Arist.Metaph.

    1074a30.
    5 end of a word, A.D.Pron.12.25, al.; of a sentence,

    ἐπὶ τέλει πρόσκειται Sor.1.43

    , cf. Gal.15.20; of a chapter or book,

    ἐπὶ τέλει ἀναλυθήσεται Archim.Sph.Cyl.2.4

    , cf. Gal.15.10;

    πρὸς τῷ τ. ῥηθήσεται Pl.Lg. 957b

    ;

    πρὸς τῷ τ. τοῦ ἐντέρου Arist.PA 675a16

    ; ἀπὸ τέλους τοῦ σταδίου, opp. ἀπὸ μέσου, Id.Ph. 239b34 (cf. infr. 111.2).
    III achievement, attainment,

    τηλοῦ ἐμοὶ νόστοιο τ. γλυκεροῖο γενέσθαι Od.22.323

    , cf. Pi.N.3.25;

    τ. δὲ τῆς ἀπαλλαγῆς τοῦ Αἰθίοπος ὧδε ἔλεγον γενέσθαι Hdt.2.139

    ; πῶς ἂν καὶ τοῦτο τοῦ τ. τυγχάνοι, i.e. might be achieved, Gem.8.36.
    2 winning-post, goal in a race,

    πρὸς τ. ὀρνύμενον B.5.45

    ; in a contest,

    ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τ. ἄκρον ἱκέσθαι Pi.I.4(3).32(50)

    ; εἰς τ. ἐλθεῖν, of runners in a race, Pl.R. 613c.
    b prize, ἔφερε πυγμᾶς τ. Pi.O.10(11).67; οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον ἀλλ' ἐφ' ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τ. Id.I.1.27;

    ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσεκοσμήσαις, τ. ἔμμεν ἄκρον Id.P.9.118

    (perh. 'to be the winning post and prize');

    κρίνεις τ. ἀρετᾶς B.10.6

    : metaph.,

    οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τ. ἔμπεδον ὤρεξε Pi.N.7.57

    .
    3 Philos., full realization, highest point. ideal, ἅπτεσθαι τοῦ τ. Pl.Smp. 211b; πρὸς τ. ἰὼν τῶν ἐρωτικῶν ib. 210e;

    πρὸς τ. ἀρετῆς ἐλθόντα Id.Clit. 410e

    , cf. R. 613c.
    b the end or purpose of action,

    τ. εἶναι ἁπασῶν τῶν πράξεων τὸ ἀγαθόν Id.Grg. 499e

    ; freq. in Arist., EN 1094a18, al.: hence, the final cause, = τὸ οὗ ἕνεκα, Id.Metaph. 994b9, 996a26, al.; hence simply = τὸ ἀγαθόν, the chief good, Id.EN 1097a21, Zeno Stoic.1.45, etc.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τέλος

  • 3 наконец

    наконец
    1. нареч ἐπί τέλους, τέλος πάντων:
    \наконецто он пришел! ἐπί τέλους ήρθε!·
    2. нареч (в заключение) τέλος, τελικά·
    3. вводн. ел.:
    что же, \наконец, это значит? τί σημαίνει ἐπί τέλους αὐτό;

    Русско-новогреческий словарь > наконец

  • 4 наконец

    επίρ. κ. παρνθ. λ.
    1. τελικά, στο τέλος, στα τελευταία.
    2. επιτέλους, τέλος πάντων (για ικανοποίηση, αγανάκτηση, ανυπομονησία κ.τ.τ.) уйти же ты наконец φύγε επι τέλους•

    он догадался наконец επί τέλους το μάντεψε —то я увидел тебя επί τέλους σε είδα.

    Большой русско-греческий словарь > наконец

  • 5 же

    I же Ι частица 1) (усилительная) λοιπόν, επί τέλους я же знаю... μα εγώ το ξέρω когда же? πότε λοιπόν; 2) (означающая тождество ) επίσης тогда же τότε ακριβώς здесь же εδώ, στο ίδιο μέρος там же εκεί πάλι тот же о ίδιος II же II союз αλλά, και, όμως он уезжает, я же остаюсь αυτός φεύγει, εγώ όμως μένω
    * * *
    I частица
    1) ( усилительная) λοιπόν, επί τέλους

    я же зна́ю... — μα εγώ το ξέρω

    когда́ же? — πότε λοιπόν

    тогда́ же — τότε ακριβώς

    здесь же — εδώ, στο ίδιο μέρος

    тот жеο ίδιος

    II союз
    αλλά, και, όμως

    он уезжа́ет, я же остаю́сь — αυτός φεύγει, εγώ όμως μένω

    Русско-греческий словарь > же

  • 6 же

    же I
    союз I. (при противоположении) ἀλλα, δμως:
    я уезжаю, товарищ же остается ἐγώ ἀναχωρώ, ἀλλα ὁ σύντροφος μένει· если же вы не хотите ἐάν δμως ἐσείς δεν θέλετε·
    2. (в смысле «ведь») ἀφοῦ, μιά καί:
    почему вы не пришли, он же приглашал вас γιατί δέν ήρθατε, ἀφοῦ αὐτός σας είχε προσκαλέσει.
    же II
    частица
    1. (усилительная) ἐπί τέλους, κιόλας, λοιπόν:
    когда же вы приедете? πότε ἐπί τέλους θά ἐρθετε;-хорошо же ты ему ответил του ἀπάντησες δμως μιά χαρά· говорите же! μιλάτε λοιπόν!· сегодня же σήμερα· сеи́час же τώρα κιόλας, αὐτή τή στιγμή·
    2. (означает тождество):
    тот же ὁ ίδιος· такая же книга ἀκριβώς τό ίδιο βιβλίο· в тот же час τήν ίδια ὠρα· там же ἐκεϊ, στό ίδιο μέρος· здесь же ἐδώ, στό ίδιο μέρος· туда же προς τά ἐκεῖ πάλι· так же ἔτσι (ακριβώς)· тогда же τότε ἀκόμη.

    Русско-новогреческий словарь > же

  • 7 καταφέρω

    καταφέρω, [tense] fut.
    A

    κατοίσω Plu.Per.28

    , - οίσομαι Il.22.425: [tense] aor. 1

    κατήνεγκα LXX Ge.37.2

    , inf. -

    ενεγκεῖν Plb.1.62.9

    ; [dialect] Dor.

    κατέφειρα GDI 2317.8

    (Delph.):— bring down, once in Hom., οὗ μ' ἄχος ὀξὺ κατοίσεται Ἄϊδος εἴσω will bring me down to the grave, Il.l.c.;

    βαρυπεσῆ καταφέρω ποδὸς ἀκμάν A.Eu. 370

    (lyr.); of rivers, κ. χρυσίον, γῆν, Arist.Mir. 833b17, Pr. 935a16: Com.,

    ὁ Κρᾶθις ἡμῖν κ. μάζας Metag. 6.1

    ; esp. of cutting instruments,

    κ. τὴν σμινύην Ael.NA11.32

    ; τὴν δίκελλαν, τὴν σφῦραν, Luc. Tim.7, Prom.2: c. dat. obj., κ. τὸ ξίφος τῷ πολεμίῳ let it fall upon him, Plu.2.236e: c. gen.,

    τὴν ἅρπην τῆς ἰξύος Ach.Tat.1.3

    ;

    τῶν γνάθων τὸ ξυρόν Alciphr.3.66

    : metaph.,

    ψόγον τινός LXX Ge.37.2

    : abs., hew downwards, deal a blow, Luc.DDeor. 8, Somn.3;

    κ. πληγήν Id.Tim.40

    , cf. D.S.11.69 (but also

    κατήνεγκε πληγαῖς τὴν κεφαλήν PTeb. 138

    (ii B.C.)).
    b pull down, demolish,

    πύργους Plb.4.64.11

    ; ἥλους (warts) Philum.Ven.10.4.
    c pay down, discharge, Arist.Oec. 1348a2, Plb.1.62.9, 33.13.6, GDI1754 (Delph.), Plu.Per.28.
    e refer a thing, ἀπό τινος ἐφ' ἕτερον, v.l. for μεταφέρειν, Lexap.D.21.94.
    2 [voice] Pass., to be brought down by a river, of gold dust, Hdt. 1.93; from an upper story, D.47.63; to move downwards with violence, to be discharged, of humours, Hp.Epid.6.8.18; to be couched, of a cataract, -

    ενεχθέντος τοῦ ὑποχύματος Gal.7.89

    .
    b descend, sink, Arist.HA 590b8; κ. ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, ἡ ἡμέρα, ib. 552b21, Plu.Nic.21, Tim.12; κ. ὁ λύχνος is near going out, Id.Caes.69; κ. [ ἡ ἄμπελος] is perishing, Thphr.HP4.13.5; of dancers,

    κ. ἐπὶ γῆν Critias 36

    D., cf. Democr.228; of a sick person,

    κ. καθάπερ νεκρόν Gal.7.591

    ; but ἐπὶ πόδας, of a patient in bed, Id.18(2).60.
    c fall, flow down, of rain or rivers, Gp.5.2.16, Hsch.s.v. Πεντέλεια.
    d tumble down, αἱ οἰκίαι κ. ἐπί τινα .. Plu. Dio 44;

    ἀφ' ὕψους -ενεχθεῖσα γυνή Sor.2.84

    .
    e to be weighed down, ἐν τοῖσιν ὕπνοισι v.l. in Hp.Epid.4.45, cf. 5.50;

    κ. καὶ νυστάζειν Arist.Somn.Vig. 456b31

    ;

    ἐς ὕπνον Luc.DMeretr.2.4

    ;

    ὕπνῳ βαθεῖ Act.Ap.20.9

    , cf. Philostr. Gym.54;

    ὑπὸ μέθης Ath.11.461c

    : abs., drop asleep, opp. ἐγείρεσθαι, Arist. GA 779a9, Insomn. 462a10; to be semi-comatose,

    ἀγρυπνεῖν τε ἅμα καὶ -εσθαι Gal.16.497

    .
    II carry back, carry home, Ar.Ach. 955.
    2 of a storm, drive to land,

    ὁ χειμὼν κατήνεγκε τὰς ναῦς ἐς τὴν Πύλον Th.4.3

    , cf. Plb.3.24.11:— [voice] Pass.,

    καταφέρεται χειμῶνι ἐς τὸ Ἀθηναίων στρατόπεδον Th.1.137

    , cf. 3.69: generally, in [voice] Pass., to be landed, discharged, of cargoes, PFlor. 278ii 13 (iii A.D.), etc.
    III [voice] Pass., metaph., to be brought to a point, ἐπὶ γνώμην, ἐλπίδα, etc., Plb.30.19.13, 6.9.3, Plot.2.6.1;

    ἐπὶ τὰς αὐτὰς διανοίας D.H.Lys.17

    , cf. Phld.Mort.29, al.: abs. (cf.

    καταφορά 11.3

    ), ib.30:—also [voice] Act., have recourse,

    ἐπ' οὐθὲν ψεῦδος Id.Rh.1.159

    S.
    2 tend,

    ἡ [σύνταξις] ἐπὶ τὸ προστακτικὸν φύσει κ. A.D.Synt.232.8

    ; τῶν ῥημάτων -φερομένων εἰς τὴν ἐπὶ τέλους βαρεῖαν ib. 134.25.
    3 enter the lists, like Lat. descendere in arenam, Lib.Or.59.67.
    IV bring against,

    τὴν διαβολὴν κ. τινός Arist.Rh.Al. 1437a19

    .
    V intr. in [voice] Act., to be prone, inclined,

    κ. εἰς τὰς γυναῖκας POxy.465.146

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταφέρω

  • 8 τέλος

    το 1.
    1) конец, окончание; финал;

    τέλος του μηνός (τού έτους) — конец месяца (года);

    στο τέλος της ημέρας — к исходу дня;

    φθάνω [στο τέλος — быть на исходе;

    2) сбор; пошлин; плата (установленная государством);

    τέλη χαρτοσήμου — гербовый сбор;

    ταχυδρομικά τέλη — почтовый сбор;

    εκπαιδευτικά τέλη — плата за обучение;

    § απ' αρχής μέχρι τέλους — с начала до конца;

    επί τέλους — наконец;

    εν τέλει — в конечном счёте; — в конце концов;

    τέλος πάντων — а) наконец, в конце концов; — б) ладно, не будем;

    2. επίρρ. наконец, в конце концов

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τέλος

  • 9 παρ-αγωγός

    παρ-αγωγός, 1) nebenbei, vorbei, seitwärts führend, Sp. u. VLL., auch irreführend, verleitend, p. bei Phot. v. μύραινα. – 2) abgeleitet, oft bei den Gramm., wie E. M. παραγωγόν τινος u. ἔκ τινος, von einem Worte hergeleitet, bes. durch Anhängung gewisser Endsylben, vgl. Schol. Il. 16, 635, παραγωγὸν ἡγοῦνται, τουτέστι παρολκὴν τῆς ἐπὶ τέλους λέξεως. – Auch adv., ἀντὶ τοῦ κύλικες παραγωγῶς κυλιχνίδας εἴρηκε, Ath. XI, 480 f; vgl. Schol. Ap. Rh. 3, 1390; τὸ εἷναι καὶ ἀφεῖναι παραγωγῶς γέγονεν ἕμεναι, Schol. Il. 11, 141, u. sonst.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > παρ-αγωγός

  • 10 а

    а I
    союз
    1. (при противопоставлении) καί:
    я остаюсь в Ленингра́де, а вы в Москве; ἐγώ μένω στό Λένινγκραντ, κι ἐσείς στήν Μόσχα;
    2. (после отрицания) ἀλλα:
    я приеду вас навестить не сегодня, а за́втра θά ἔρθω νά σᾶς ἰδῶ ὄχι σήμερα, ἀλλά αὐριο;
    3. (после предложений с уступительным смыслом) ὅμως, καί ὅμως, ὡστόσο:
    прошло́ десять лет с тех пор, а я все по́мню, как бу́дто э́то было вчера́ πέρασαν ἀπό τότε δέκα χρόνια, ὅμως ἐγώ ὅλα τά θυμάμαι σάν νά ήταν (ἐ)χθές; хотя́ я уже́ закончил работу, а все же хочу́ посмотреть ее еще раз ἄν καί τελείωσα τήν ἐργασία, ὡστόσο θέλω νά τήν κυττάζω ἀκόμη μιά φορά;
    4. (при присоединении) καί:
    он написал письмо́, а затем ушел ἐγραψε τό γράμμα καί ἔπειτα ἔφυγε
    5. (при пояснении с оттенком следствия) καί γι ' αὐτό, γιά τοῦτο:
    он еще слаб после боле́зни, а потому́ не выходит из дому εἶναι ἀκόμη ἀδύνατος ἀπό τήν ἀρρώστια καί γι ' αὐτό δέν βγαίνει ἀπό τό σπίτι του; ◊ а то, а не τό ἀλλιῶς, ειδεμή, γιατί; поспеши, а то опоздаешь κάνε γρήγορα, γιατί θ'ἀργήσης; а и́менно δηλαδή, ἤτοι.
    а II
    частица разг ἔ, τί λές:
    пойдем гуля́ть, а? πᾶμε νά περπατήσουμε, ἔ;; мальчик, а мальчик, подойди сюда μικρέ, ἔ, μικρέ! ἐλα ἐδῶ.
    а III
    межд (выраж. неожиданность, радость, боль, страх и т. п.) ἆ, ὦ:
    а, наконе́ц-то ты пришел! ἆ, ήρθες ἐπί τέλους!

    Русско-новогреческий словарь > а

  • 11 век

    век
    м
    1. (столетие) ὁ αἰώνας, ὁ αἰών. в девятнадцатом \веке στό δέκατο ἐνατο αίῶνα·
    2. (эпоха) ὁ αἰώνας, ἡ ἐποχή:
    золотой \век ὁ χρυσός αἰώνας, ὁ χρυσούς αἰών каменный \век ἡ λίθινη ἐποχἤ средние \века ὁ μεσαίωνας, οἱ μέσοι χρόνοι·
    3. (жизнь) разг ἡ ζωή:
    весь свой \век σ' ὅλη μου τή ζωή· на мой \век хватит ὀσο θά εἶμαι ζωντανός μοῦ φτάνει·
    4. (длительное время) разг ὁ πολύς καιρός:
    мы с тобой целый \век не видались ἐχουμε νά ἰδωθούμε χρόνια καί ζαμάνια· ◊ в кои-то веки разг ἐπί τέλους, ὕστερα ἀπό πολύ καιρό· на веки вечные γιά πάντα, στοός αίῶνες τῶν αίώνων· \век живи́, \век учись погов. γηράσκω ἀεί διδασκόμενος.

    Русско-новогреческий словарь > век

  • 12 дождаться

    дожд||а́ться
    сов
    1. см. дожидаться· он \дождатьсяалея, наконец, письма ἐπί τέλους πήρε γράμμα· жду не дождусь περιμένω μέ ἀνυπομονησία·
    2. (при угрозе, предупреждении) разг:
    он \дождатьсяется того́, что полу́чит замечание θά φτάσει στό σημείο νά τόν κάνουν παρατήρηση.

    Русско-новогреческий словарь > дождаться

  • 13 угомониться

    угомонить||ся
    разг ἡσυχάζω (άμετ.), καλμάρω (άμετ.):
    дети, наконец, угомонились τά παίδιά ἐπί τέλους ἡσύχασαν.

    Русско-новогреческий словарь > угомониться

  • 14 α(i)

    (α) επιφ. (выражает радость, горе, восторг, удивление, боль, страх и т.п.) а!, ах!, ох!, эх!, ай!, ой!;
    α! μα (εσύ) δεν υποφέρεσαι ах, ты невыносим!; α! τι κρίμα ах, какая жалость!; и! τρόμαξα ах, как я испугался!; α! τι ωραία μέρα! ах, какой чудесный день!; и! ήρθες επί τέλους! а, наконец-то ты пришёл!; и ναι, ξέχασα επίσης να σας πω... ах, да! я ещё забыл вам сказать...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > α(i)

  • 15 α(i)

    (α) επιφ. (выражает радость, горе, восторг, удивление, боль, страх и т.п.) а!, ах!, ох!, эх!, ай!, ой!;
    α! μα (εσύ) δεν υποφέρεσαι ах, ты невыносим!; α! τι κρίμα ах, какая жалость!; и! τρόμαξα ах, как я испугался!; α! τι ωραία μέρα! ах, какой чудесный день!; и! ήρθες επί τέλους! а, наконец-то ты пришёл!; и ναί, ξέχασα επίσης να σας πω... ах, да! я ещё забыл вам сказать...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > α(i)

  • 16 δεί

    απρόσ. книжн, (παρατ έδει, αόρ. εδέησε) нужно, необходимо, должно;

    δεί δη χρημάτων — так как нужны деньги;

    εδέησε να... а) он счёл нужным...; б) потребовалось, понадобилось чтобы...;
    επί τέλους εδέησε να μας απάντηση наконец, он соизволил нам ответить; εδέησε να τον απειλήσω, διά να σωπάση чтобы он замолчал, я вынужден был его припугнуть;

    § πολλού (γε καί) δεί — отнюдь, никоим образом;

    ολίγου ( — или μικρού) δεί — или εδέησε να... — чуть было не...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δεί

  • 17 же

    [ζε] μόρ. επί τέλους

    Русско-греческий новый словарь > же

  • 18 же

    [ζε] μόρ επί τέλους

    Русско-эллинский словарь > же

  • 19 конечный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. τελικός (που έχει τέλος).
    2. τελευταίος, στερνός•

    -ая остановка τελευταία στάση, τέρμα.

    3. ακραίος, άκρος,ακρινός• ουραίος.
    4. τελειωτικός, οριστικός, τελικός.
    εκφρ.
    - ая цель – τελικός σκοπός•
    в -ом счёте ή в -ом итоге – τελικά, εν τέλει, στο κάτω-κάτω• στο τέλος της γραφής, επί τέλους.

    Большой русско-греческий словарь > конечный

  • 20 расставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. τακτοποιώ, βάζω σε τάξη, διευθετώ•

    расставить книги в шкафу τακτοποιώ τα βιβλία στη βιβλιοθήκη.

    || τοποθετώ• εγκατασταίνω•

    расставить часовых в окопах εγκατασταίνω σκοπούς τα χαρακώματα.

    || βάζω, χτίζω (δίχτυ, παγίδα κ.τ.τ.).
    τποθετώ, καταμερίζω, διαθέτω•

    расставить кадры διαθέτω τα στελέχη.

    2. ανοίγω• διχάζω•

    расставить ноги ανοίγω τα πόδια•

    расставить пальцы ανοίγω τα δάχτυλα•

    расставить ножки циркуля ανοίγω τα σκέλη του διαβήτη.

    3. ανοίγω (τις ραφές ενδύματοε)• φαρδύνω.
    1. τοποθετούμαι, τακτοποιούμαι• μπαίνω στη θέση μου•

    наконец вся мебель –лась επι τέλους όλα τα έπιπλα μπήκαν στη θέση τους.

    2. ανοίγω, -ομαι•

    пальцы -лись τα δάχτυλα άνοιξαν.

    3. (για ένδυμα) φαρδύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > расставить

См. также в других словарях:

  • δήποτε — (AM δήποτε και δήποτε Α και ιων. τ. δήκοτε και δωρ. τ. δήποκα) αοριστολογικό μόριο που στον λόγο δεν παρουσιάζεται ποτέ αυτοτελές αλλά πάντοτε ως επίθημα στις αναφορικές αντωνυμίες όστις, οίος, οποίος, όσος και στα αναφορικά επιρρ. όπως, όπου,… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»